Το Ζήτημα της Τεργέστης (1918-1954). Μια συνολική αποτίμηση.

Νίκος  Μαυρόπουλός

Μεταπτυχιακός Φοιτητής Νεότερης & Σύγχρονης Ιστορίας, Ιστορικό & Αρχαιολογικό, Α.Π.Θ.

 Το Ζήτημα της Τεργέστης (1918-1954). Μια συνολική αποτίμηση.

Εισαγωγή

Η Τεργέστη βρίσκεται ανάμεσα στην ανατολική Ιταλία, την Αυστρία και την βόρεια Γιουγκοσλαβία, στην καρδιά της περιοχής της Venezia Gulia. Ιδρύθηκε από τους Γαλάτες και έγινε ρωμαϊκή επαρχία την περίοδο του αυτοκράτορα Αυγούστου. Στην συνέχεια πέρασε στην Βυζαντινή κυριαρχία, με εξαιρέσεις σύντομα διαστήματα κατάκτησης από τους Γότθους και τους Λογγοβάρδους. Το 787 μ.Χ. την πόλη κατέκτησε ο Καρλομάγνος. Τον 13ο αιώνα βρέθηκε υπό βενετική εξουσία έως το 1382, όταν την κατέλαβαν οι Αψβούργοι. Το 1719 ο Κάρολος ΣΤ΄ την ανακήρυξε «ελεύθερο λιμάνι».

Το 1774 ο Alberto Fortis, μέλος μιας διεθνούς επιστημονικής ομάδας, ταξίδεψε στην Δαλματία. Εκεί διαπίστωσε ότι οι κάτοικοι της ενδοχώρας ήταν λευκοί, όπως οι Ιταλοί αλλά έφεραν χαρακτηριστικά των πληθυσμών της Ανατολικής Ευρώπης. Έκανε τον διαχωρισμό Δύσης/Ανατολής ξεχωρίζοντας την Europa colta, την πολιτισμένη Ευρώπη από τις βαρβαρικές ανατολικές περιοχές. Οι βάσεις της προκατάληψης είχαν ήδη θεμελιωθεί…

Εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης, η Τεργέστη βίωσε πολλές περιπέτειες και κατακτήσεις. Η γαλλική κατοχή και η απόδοση όλης της περιοχής, το 1815 στο συνέδριο της Βιέννης, στην Αυστροουγγαρία προκάλεσαν καταστροφές και εξεγέρσεις  του ιταλικού στοιχείου, αντίστοιχα. Παρ’ όλα αυτά, το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα το εμπόριο ανθούσε και η οικονομία αναπτυσσόταν με γοργούς ρυθμούς. Σε αυτό το γεγονός συντέλεσε και η κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής του Σίμμεριγκ. Η περιοχή της Τεργέστης απολάμβανε αυτονομία και πολλά προνόμια στα πλαίσια της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας. Οι Αψβούργοι, για να αντιμετωπίσουν το ιταλικό στοιχείο που συνεχώς δυνάμωνε σε μαχητικότητα και πατριωτισμό, διευκόλυναν την εγκατάσταση στην Τεργέστη, πληθυσμών σλαβικής καταγωγής. Η πλειοψηφία του λαού παρέμενε προσηλωμένη στην Ιταλία. Aν και η περιοχή της Venezia Giulia απελευθερώθηκε μετά τον Α΄ Π.Π. στον 20ό αιώνα θα αποτελούσε, πολλές φορές, το μήλον της έριδος και θα μετατρεπόταν σε εστία ταραχών και ανταγωνισμών. Οι ιταλικές απαιτήσεις στο συνέδριο των Βερσαλλιών έμειναν, ως επί το πλείστον ανικανοποίητες, γεγονός που συνέβαλε στην άνοδο του Φασισμού και στην δημιουργία «αντί-δυτικού» κλίματος στην Ρώμη, δεδομένου ότι η Entente  είχε υποσχεθεί, το 1915, στην Ιταλία την περιοχή της Venezia Giulia σε περίπτωση συμμαχίας και κήρυξης του πολέμου ενάντια στις Κεντρικές Αυτοκρατορίες. Οι Ιταλοί με τις συνθήκες του Rapallo (Νοέμβριος 1920) και του Nettuno (Ioύλιος 1925) όχι μόνο διείσδυσαν στην γιουγκοσλαβική ενδοχώρα αλλά προσάρτησαν και τις Δαλματικές ακτές. Η συνθήκη του Nettuno προστάτευε τους Ιταλούς κατοίκους την ανατολικής όχθης της Αδριατικής και ρύθμιζε ακόμα θέματα αλιείας και χωρικών υδάτων.

Το ζήτημα της Τεργέστης

Η Αδριατική ως πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ Ιταλίας και Βασιλείου Σέρβων Κροατών και Σλοβένων 1918-1943

Το ζήτημα του διαχωρισμού Ιταλών και Γιουγκοσλάβων, στην περιοχή της Τεργέστης τέθηκε για πρώτη φορά επί τάπητος, από τον Seton Watson το 1918, για την μελλοντική αποφυγή μειονοτικών προβλημάτων. Η ιδιαιτερότητα και η ποικιλομορφία του πληθυσμού, της ευρύτερης περιοχής δεν επέτρεψαν την εξεύρεση μιας απλής και δίκαιης λύσης, όπως η ιταλογιουγκοσλαβική συμφωνία για το Fiume (Rijeka), το 1924.

Από το 1918 έως το 1922 η επίσημη ιταλική κυβέρνηση έκανε προσπάθειες να «ιταλοποήσει» τους γιουγκοσλαβικούς πληθυσμούς, οι οποίοι είχαν περιέλθει στην δικαιοδοσία της μετά τον Α΄Π.Π. με μια σωρεία μέτρων. Αυτά τα μέτρα, αν και καταπιεστικά ως ένα βαθμό, δεν αποτέλεσαν σε καμία περίπτωση καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δεν πήραν την μορφή διωγμών ή ωμής βίας. Η κατάσταση μεταβλήθηκε την περίοδο 1922-1938. Τότε τα αλλόφωνα σχολεία διατάχθηκαν να αναστείλουν την λειτουργία τους και οι εφημερίδες των Σλοβένων και των Κροατών να δημοσιεύουν και την ιταλική μετάφραση των άρθρων τους. Ο Φασισμός εμφανίστηκε σαν οδοστρωτήρας, ο οποίος κατέστρεφε τους δεσμούς και την φιλική συμβίωση αιώνων μεταξύ Σλοβένων, Κροατών, Ιταλών, Γερμανών, Εβραίων και Ελλήνων. Η ναζιστική επιρροή (από το 1938) ανάγκασε ή ώθησε την ιταλική κυβέρνηση να εκπονήσει ρατσιστικούς νομούς, φαινόμενο πρωτόγνωρο στην ιταλική ιστορία. Οι πολίτες γιουγκοσλαβικής καταγωγής όφειλαν να αλλάξουν τα ονόματα τους, όπως και οι Γερμανοί στο Τrentino. Τα κτίρια, τα μνημεία και οι δρόμοι «αναβαπτίστηκαν». Τα μη ιταλικά ονόματα σβήστηκαν, ακόμα και από τις ταφόπλακες των νεκροταφείων της Τεργέστης. Οι παλαιότερες θεωρίες περί ανωτερότητας του ιταλικού πολιτισμού (civilta) και περί προσεταιρισμού των Σλάβων, με πολιτισμικά μέσα, έδωσαν την θέση τους στον φανατισμό, την βία, τον ρατσισμό και την καταπίεση.

Ο Μουσολίνι δήλωσε: «τα κέντρα της εγκληματικής μόλυνσης δημιουργούνται και εισάγονται (στην Τεργέστη) από την άλλη πλευρά των συνόρων». Ο Duce έβλεπε την Τεργέστη ως το κέντρο της Βαλκανικής αυτοκρατορίας του και αντιμετώπιζε τους Γιουγκοσλάβους σαν μάζες βαρβαρικές και απειλητικές, για τον πολιτισμένο κόσμο, λόγω της αριστερής τους ιδεολογίας. Πολλές δηλώσεις, τέτοιου είδους, έγιναν και την περίοδο 1938-1945, με πιο χαρακτηριστική, ίσως αυτή του δημοσιογράφου Livio Ragusin-Righi ο οποίος χαρακτήρισε τους Γιουγκοσλάβους «αυστριακά υβρίδια». «καρκίνους» και «μόλυνση», που μόνο με μια «χειρουργική επέμβαση» θα μπορούσαν να απομακρυνθούν, επιτυχώς[1]. Ο κατευθυνόμενος φασιστικός τύπος εξάντλησε την φαντασία του, στο υβρεολόγιο και την περιφρόνηση των Σλάβων. Οι άλλοτε «αλλογενείς[2]» είχαν πλέον μετατραπεί σε απειλή και μάστιγα κατά της italianita, της περιοχής. Τα περιοδικά «Razza e Civilta» και «La Difesa della Razza» έκαναν συχνά λόγο για την βιολογική απειλή που πρέσβευαν οι Εβραίοι και οι Σλάβοι για την αγνότητα και την καθαρότητα της ιταλικής φυλής.

Μετά την κατάληψη τμημάτων της Γιουγκοσλαβίας, το 1941, μερικοί «επιστήμονες» πρότειναν, ακόμη και την ολοκληρωτική εξολόθρευση των Σλάβων. Στο ίδιο κλίμα, δημιουργήθηκαν στρατόπεδα συγκέντρωσης στο νησί Rab  και στο Gonars, στα περίχωρα της Τεργέστης. Η φασιστική εξουσία χρησιμοποίησε όλα τα μέσα, θεμιτά και μη, για να διασφαλίσει την ανωτερότητα και την τελική επικράτηση της ιταλικής φυλής.

Η γέννηση του προβλήματος 1943-5  

Κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου πολλά κινήματα, αποβλέποντας στον μελλοντικό έλεγχο της Τεργέστης και της περιοχής της Venezia Giulia συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς κατακτητές[3]: οι φασίστες, οι Ιταλοί εθνικιστές, η σλοβενική εθνοφρουρά (Domobranci), η κροατική Ustase και οι Σέρβοι Chetniks. Aκόμη και εκείνη την περίοδο η Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (Comitato di Liberazione Nazionale ή CLN) της Τεργέστης δεν συνεργάστηκε με το Σλοβενικό Απελευθερωτικό μέτωπο (Osvobodilna Fronta) εξαιτίας των εθνικών και φυλετικών διαφόρων.

Το 1942 το ιταλικό κομουνιστικό κόμμα (Partito Comunista Italiana P.C.I.) δήλωσε πως δεν ήταν αντίθετο στην παραχώρηση στην Γιουγκοσλαβία όλης της περιοχής, εκτός της Τεργέστης, του Malfacone και των παράκτιων πόλεων της Ιστρίας, στις οποίες θα διενεργούνταν δημοψήφισμα. Μετά το 1945, Ιταλοί και Σλοβένοι συνεργάστηκαν στενότερα, δημιουργώντας περισσότερες από 30 επιτροπές και ενώσεις εργατών. Το θέμα περιπλέχτηκε περισσότερο όταν παρτιζάνοι και σύμμαχοι ήρθαν σε συνεννόηση: οι τελευταίοι θα καταλάμβαναν την Τεργέστη και οι πρώτοι την ανατολική ενδοχώρα και το Fiume. Η συμφωνία αυτή, ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη με το σχέδιο Kardelj-Togliatti για την κατάληψη της Τεργέστης από τους παρτιζάνους και την ισχυροποίηση του κομουνισμού, στην ευρύτερη περιοχή. Ο Kardelj, το δεξί χέρι του στρατάρχη Τίτο, ήταν, ίσως, ο πρώτος άνθρωπος, ο οποίος αντιλήφθηκε την έκταση του προβλήματος και της χάραξης των κοινών συνόρων. Ελλόχευε, επίσης, το ζήτημα της ταυτότητας (identita), αφού, μετά από αιώνες συμβίωσης, ο πληθυσμός της πόλης παρουσίαζε το φαινόμενο της διγλωσσίας, η ιδεολογία περιέπλεκε το θέμα της καταγωγής και της συνείδησης και η κοινή ιταλοσλοβενική αντίσταση, εναντίον των Γερμανών, δεν αποσαφήνιζε το ποιός είχε τα κύρια, μεταπολεμικά, δικαιώματα στην Τεργέστη.

Στην συνδιάσκεψη της Γιάλτας (Φεβρουάριος 1945) ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Anthony Eden, πρότεινε τον στρατιωτικό έλεγχο της Τεργέστης και της Gorizia από τους συμμάχους και της νοτιοανατολικής ζώνης από τους παρτιζάνους. Ακομα, δεν θα πρέπει να αγνοηθεί ο βρετανικός παράγοντας, εκείνη την περίοδο, στην περιοχή εξαιτίας της συμφωνίας των ποσοστών μεταξύ Churchill και Stalin για την Γιουγκοσλαβία και της προσπάθειας των Άγγλων για τον έλεγχο της Αδριατικής. Έτσι η 2η Νεοζηλανδική μεραρχία κατευθύνθηκε προς τον ποταμό Isonzo και αμέσως μετά προς την Τεργέστη, ώστε να εγκαθιδρύσει μια Συμμαχική Στρατιωτική Διοίκηση, φέρνοντας τους Γιουγκοσλάβους προ τετελεσμένων γεγονότων, αγνοώντας , όμως την παρουσία των παρτιζάνων στην περιοχή. Κατά την 1η και 2η ημέρα του Μαΐου 1945, οι παρτιζάνοι επιτέθηκαν αποφασιστικά στους Γερμανούς και τους συμμάχους τους και αφού τους εκδίωξαν απελευθέρωσαν την πόλη, πριν την άφιξη των Νεοζηλανδών.

Το διπλωματικό παρασκήνιο

Η κρίση της Τεργέστης θεωρείται από πολλούς μελετητές, της περιόδου, ως η πρώτη μεταπολεμική αντιπαράθεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η κατάληψη της πόλης από τους παρτιζάνους και η στήριξη του Στάλιν προς τον Τίτο δυσαρέστησαν τους Αμερικανούς οι οποίοι απέβλεπαν στην μείωση της κομουνιστικής επιρροής στην νοτιανατολική Ευρώπη. Επίσης οι Βρετανοί στόχευαν στην προστασία της σφαίρας επιρροής τους στην Μεσόγειο.

Ένταση στην περιοχή της Ιστρίας υπήρξε και κατά την διάρκεια του πολέμου, όταν ο Στάλιν πρότεινε στους συμμάχους να αποβιβαστούν στην Αδριατική ώστε να υπερφαλαγγίσουν τις γερμανικές δυνάμεις (γραμμή Volturno και Gustav) που μάχονταν, με αυταπάρνηση, στην Ιταλία. Ο Τίτο απάντησε οργισμένα πως θα πολεμούσε οποιονδήποτε, Βρετανό ή Γερμανό, που θα προσπαθούσε να αποβιβαστεί στην Ιστρία, μια αντίδραση που, κατά βάθος, ικανοποίησε τον Στάλιν. Ακόμη ο Τίτο έβλεπε με δυσπιστία και καχυποψία την εμπλοκή των συμμάχων στον ελληνικό εμφύλιο και την συμφωνία των ποσοστών, η οποία διαμοίραζε, με ίσο τρόπο, την επιρροή στην Γιουγκοσλαβία μεταξύ Ε.Σ.Σ.Δ και Αγγλίας.

Η συμφωνία μεταξύ Βελιγραδίου και Λονδίνου, το 1945, για διαχωρισμό της περιοχής σε 2 ζώνες προσέκρουσε στην αντίδραση των Η.Π.Α. Οι παρτιζάνοι είχαν την δυνατότητα να προσαρτήσουν την Venezia Giulia, με τα όπλα επιφέροντας παράλληλα τρομερό πλήγμα στην μεταπολεμική Ιταλία, σύμμαχο πλέον των δυτικών δυνάμεων. Για να αποτραπεί αυτό το ενδεχόμενο και για να μην καταστεί η Τεργέστη «περιοχή ελεγχόμενη από τους Σοβιετικούς» οι σύμμαχοι προσπάθησαν τουλάχιστον να ελέγξουν ένα τμήμα της. Το «State Department» θεωρούσε πως ήταν δυνατή μια τέτοια λύση εάν συνεργάζονταν οι «τρεις μεγάλοι», στο κλίμα της Γιάλτας, επιβάλλοντας την θέληση τους στον Τίτο και προσεγγίζοντας τον Vyacheslav Molotov. Οι Βρετανοί αναγνωρίζοντας την προσφορά των παρτιζάνων στην τελική νίκη διαπραγματεύονταν με τον Τίτο, για τον οποίο όμως είχαν την άποψη ότι ήταν εντολοδόχος του Στάλιν και στυγνός δικτάτορας. Οι σύμμαχοι βρεθήκαν σε δύσκολη και αμήχανη θέση όταν οι παρτιζάνοι κατέλαβαν την Τεργέστη, την 1η Μαΐου. Αδυνατώντας να αντιδράσει ο Churchill διακήρυξε ότι το εδαφικό καθεστώς της πόλης θα έπρεπε να διευθετηθεί με διπλωματικά μέσα. Όπως ήδη επισημάνθηκε υπήρχε διάσταση απόψεων μεταξύ Βρετανών και Αμερικανών, με τους τελευταίους να μην είναι πρόθυμοι να διακινδυνέψουν περισσότερες ζωές για να διαφυλάξουν την Βρετανική Αυτοκρατορία ή τα συμφέροντα της.

Το ζήτημα μεταβλήθηκε σε κρίση όταν οι παρτιζάνοι κατέλαβαν και τα περίχωρα της Τεργέστης, αρνούμενοι να υποχωρήσουν ενώ η 2η Νεοζηλανδική μεραρχία εισήλθε στο λιμάνι της πόλης. Ο Τίτο δεν είχε την πρόθεση να εγκαταλείψει εδάφη που θεωρούσε αμιγώς γιουγκοσλαβικά και οι Αμερικάνοι δεν μπορούσαν, για λογούς πρακτικούς και ηθικούς, να υποχωρήσουν θεωρώντας παράλληλα ότι η επεκτατικότητα του Τίτο φανέρωνε τον φανατικό ζήλο μιας ολοκληρωτικής ιδεολογίας. Επίσης, δεν αντιμετώπιζαν το πρόβλημα ως μια διαμάχη μεταξύ Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας αλλά ως μια ενδεχόμενη σοβιετική απειλή για τον δυτικό κόσμο, μέσω του γιουγκοσλαβικού «δορυφόρου» της Ε.Σ.Σ.Δ[4]. Ο Churchill πίεζε τον Truman για στρατιωτική επέμβαση εναντίον των παρτιζάνων την στιγμή που Αμερικάνοι και Ρώσοι ήταν σύμμαχοι και μάχονταν στον Ειρηνικό και την Άπω Ανατολή εναντίον των, αξιόμαχων και διόλου ευκαταφρόνητων, δυνάμεων της Αυτοκρατορίας της Ιαπωνίας.

Ενώ η πιθανότητα ενός νέου πολέμου ήταν ορατή, οι Αμερικάνοι θέλησαν να διαπραγματευτούν με τον Στάλιν και να κάνουν μια επίδειξη δύναμης αντί να αναλάβουν στρατιωτική δράση. Ο Τίτο, ο οποίος θέλησε να προσαρτήσει όλα τα εδάφη δυτικά του ποταμού Isonzo εν τέλει δέχθηκε την συμμαχική πρόταση για την δημιουργία ζωνών, καθυστερώντας όμως να αποσύρει τα στρατεύματα του. Ο Στάλιν δεν αντέδρασε και μάλιστα συμβούλευε τον Τίτο να μετριάσει τις απαιτήσεις του στην αυστριακή Καρινθία. Ο στρατάρχης ένοιωσε προδομένος από την συνεργασία των δυτικών με τους «σοσιαλιστές αδελφούς» και σε έναν λόγο του στην Ljubljana (27 Μαΐου) επιτέθηκε φραστικά στην Ε.Σ.ΣΔ. Ο Στάλιν τόνισε στον Τίτο ότι δεν θα διακινδύνευε έναν 3ο Παγκόσμιο Πόλεμο για χάρη της Τεργέστης και εγκαινίασε μια περίοδο αγαστής συνεργασίας με την Δύση[5].

Οι 40 Ημέρες

Οι παρτιζάνοι, αφού κατέλαβαν την πόλη, συγχρόνισαν, συμβολικά, τα ρολόγια της Τεργέστης με την ώρα του Βελιγραδίου, υπονοώντας ότι η περιοχή της Venezia Giulia θα μετατρεπόταν στην 7η γιουγκοσλαβική δημοκρατία[6]. O μισός πληθυσμός γιόρταζε την απελευθέρωση φωνάζοντας «Trst je nas!» (η Τεργέστη είναι δική μας!) και επευφημώντας τον Στάλιν, τον Τσόρτσιλ και τον Τίτο. Όσοι δεν συμμετείχαν στους εορτασμούς και τους πανηγυρισμούς θεωρηθήκαν φασίστες. Οι πρώτες δολοφονίες αντιφρονούντων σημειωθήκαν  στις 5 Μαΐου, όταν Γιουγκοσλάβοι στρατιώτες άνοιξαν πυρ εναντίον πλήθους, το οποίο διαδήλωνε, φέροντας ιταλικές σημαίες. Οι στυγνές δολοφονίες Ιταλών «φασιστών» έγιναν συχνό φαινόμενο, την περίοδο από την 1η Μαΐου έως την 12η Ιουνίου. Στην Bessovizza, ένα χωριό βόρεια της Τεργέστης, οι συμμαχικές αρχές ανακάλυψαν ομαδικούς τάφους. Συνολικά, 1850 άτομα «φασιστικής συνείδησης» εκδιώχτηκαν από την πόλη και 1150 δεν επέστρεψαν ποτέ. Οι Ιταλοί κάτοικοι της πόλης ισχυρίζονταν ότι υπέφεραν από τον βάρβαρο ολοκληρωτισμό του κομουνισμού, ο οποίος δεν παρουσίαζε σημαντικές διαφορές, ως προς την βία και την καταπίεση, από τον φασισμό. Η εκδικητικότητα και η εγκληματικότητα έγιναν τα κύρια χαρακτηριστικά των 40 ημερών.

Στις 9 Ιουνίου 1945, στην συμφωνία του Βελιγραδίου, ο Τίτο και οι σύμμαχοι αποφάσισαν τον διαχωρισμό της Venezia Giulia, ως προσωρινό μέτρο, σε 2 ζώνες. Η ζώνη Α με την Τεργέστη θα διοικούταν από τους δυτικούς και η ζώνη Β, χωρίς την Pola, από τους Γιουγκοσλάβους. Ακόμη, θα επιτρεπόταν η μετακίνηση του πληθυσμού από την μια ζώνη στην άλλη. Οι Αγγλοαμερικανικοί αξιωματούχοι, για να αναδείξουν την χρησιμότητα της παρουσίας τους στην περιοχή διέδιδαν και προωθούσαν φανταστικές ρατσιστικές ιδεολογίες για τον σλάβικο κομουνισμό, για την βάρβαρη «Βαλκανικότητα» και την ιταλοσλοβενική αμοιβαία αντιπαλότητα και αντιπάθεια[7].

Η  διοίκησητης Military Allied Government στηνζώνηΑ 1945-1948

Ο Winston Churchill στην περίφημη ομιλία του, στο κολέγιο του Westminster δήλωσε: «From Stettin in the Baltic to Trieste in the Adriatic an iron curtain has descended across the Continent. Behind that line lie all the capitals of the ancient states of Central and Eastern Europe» (από το Στεττίνο στην Βαλτική έως την Τεργέστη στην Αδριατική ένα σιδηρούν παραπέτασμα εκτείνεται κατά μήκος της Ηπείρου. Πίσω από αυτήν την γραμμή βρίσκονται όλες οι πρωτεύουσες των αρχαίων κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης[8]. Ο Βρετανός πρωθυπουργός, με το σπάνιο πολιτικό χάρισμα, δεν διάλεξε βέβαια τυχαία την Τεργέστη για να αποδείξει την εγκυρότητα του συλλογισμού του. Στην Τεργέστη συγκρούστηκαν 2 λαοί, 2 κόσμοι, 2 ιδεολογίες.

Από τις 12 Ιουνίου 1945 οι σύμμαχοι πήραν τον έλεγχο της Α ζώνης (Τεργέστη, Gorizia, Manfalcone, Pola) δυτικά της συμφωνηθείσας διαχωριστικής γραμμής. Στο δημαρχείο της Τεργέστης κυμάτιζαν μια αγγλική και μια αμερικανική σημαία. Καμία άλλη σημαία δεν επιτρεπόταν, να υψωθεί στην πόλη για να αποφευχθούν εντάσεις και επεισόδια. Ακόμη, η AMG (Military Allied Government) θέσπισε δικαστήρια: το Γενικό Δικαστήριο, το Ανώτατο και το Στρατιωτικό, στο οποίο όμως δεν δικάζονταν δυτικοί στρατιώτες. Βέβαια η AMG προέβην και σε άλλες «φιλελεύθερες» μεταρρυθμίσεις. Οι δημοσιεύσεις των εφημερίδων, οι διάφορες συγκεντρώσεις και οι συναντήσεις πολιτών έπρεπε να έχουν την γραπτή έγκριση της AMG, η οποία ήλεγχε και τις επικοινωνίες, το εμπόριο και τις συναλλαγές, στο εσωτερικό της πόλης. Απόλυτη αρχή στην ζώνη Α ήταν ο ανώτατος συμμαχικός διοικητής, στρατάρχης Alexader. Οι δυτικοί, σε περιπτώσεις ταραχών και κομουνιστικού συνδικαλισμού δεν δίστασαν να επαναφέρουν νόμους, οι οποίοι ίσχυαν επί φασισμού, για την καταπολέμηση της αναρχίας. Πίστευαν πως θα εκδημοκράτιζαν την περιοχή με την λογοκρισία και την γκετοποίηση της πόλης…

Στις 2 ζώνες, οι άνθρωποι που είχαν εξαναγκαστεί να αλλάξουν τα ονόματα τους, τα επανέφεραν στην σωστή μορφή. Ατυχής, μπορεί να χαρακτηριστεί και η πρωτοβουλία των Βρετανών, να δημιουργήσουν μια χωροφυλακή, από Τριεστίνους για την τήρηση της τάξης. Αυτοί, αφού φόρεσαν μαύρα πουκάμισα (θυμίζοντας έντονα την φασιστική αστυνομία) επεξέτειναν τα κρούσματα της εγκληματικότητας, εναντίον Σλάβων και κομουνιστών. Το γεγονός αυτό δεν θορύβησε ιδιαίτερα τους Αγγλοαμερικανικούς. Οι δυτικοί αξιωματικοί και οι στρατιώτες, έφεραν μαζί τους, στην Τεργέστη, τις προκαταλήψεις και τις προβληματικές συμφεροντολογικές ιδεολογίες τους. Έτσι οι Ιταλοί από φασίστες μετεξελίχθηκαν σε φορείς του δυτικού πολιτισμού, που όφειλαν να εκπολιτίσουν τους οπισθοδρομικούς Σλοβένους.

Τον Σεπτέμβριο του 1945 μια επιστημονική συμμαχική επιτροπή (Temple και Cripps) προσπάθησε να διασαφηνίσει την φύση του λαϊκού αισθήματος, των κάτοικων της ζώνης  Α. Η έρευνα, όπως αναμενόταν, αποκάλυψε το γεγονός ότι η Τεργέστη κατοικούνταν ολοκληρωτικά από Ιταλούς, αφού οι Σλοβένοι και οι Κροάτες ζούσαν στην ενδοχώρα. Η αναλογία Ιταλών και Γιουγκοσλάβων παρουσιάστηκε ως 6 προς 1. Οι 5.000 Έλληνες της πόλης προσμετρήθηκαν ως Ιταλοί αφού το κριτήριο, της ταξινόμησης τους, δεν ήταν εθνικό αλλά πολιτισμικό και οικονομικό. Με τον ίδιο τρόπο όλοι οι κομουνιστές της περιοχής προσμετρήθηκαν ως Σλοβένοι. Βέβαια, γίνεται αντιληπτό πως τα εθνικά και πολιτικά αισθήματα αποτελούσαν έναν πραγματικό κυκεώνα, ένα φαύλο κύκλο. Η προπαγάνδα, που είχαν δεχθεί οι κάτοικοι της περιοχής για πολλές δεκαετίες και από κάθε κατεύθυνση, η διγλωσσία, τα οικονομικά συμφέροντα και η πολιτική ιδεολογία, μόνο να οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα δεν ήταν δυνατό. Ο πολίτικος, της ιταλικής αριστεράς, Togliatti, ο οποίος είχε υποστηρίξει την απορρόφηση της Venezia Giulia από την Γιουγκοσλαβία, το 1945,  δήλωνε ότι η «ιταλικότητα» της Τεργέστης έπρεπε να διατηρηθεί. Την πολιτική αστάθεια στην περιοχή ενίσχυαν οι έριδες μεταξύ των κομουνιστικών κομμάτων, οι σλοβενικές διαμαρτυρίες για τις πρακτικές της AMG και οι συχνές διαδηλώσεις των νέο-φασιστών

Παράδειγμα, συγκεχυμένων ταυτοτήτων και λανθασμένων συμμαχικών χειρισμών αποτελεί η περίπτωση του Giorgio Jaksetich, ο οποίος ήταν παρτιζάνος, ιταλικής καταγωγής και υποστήριζε τον γιουγκοσλαβικό σκοπό, στην Τεργέστη. Η AMG τον καταδίκασε σε θάνατο, λόγω οπλοκατοχής αλλά αργότερα μετέβαλε την ποινή σε 18μηνη φυλάκιση, απογοητεύοντας τους Ιταλούς, οι οποίοι τον θεωρούσαν προδότη. Η απόφαση της καταδίκης προκάλεσε γενική απεργία στην πόλη, από πολίτες που αποκήρυτταν την  AMG, ως νόμιμη αρχή και φανέρωναν την έμπρακτη συμπαράσταση τους στον Jaksetich. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη και φορτισμένη. Οι σύμμαχοι και οι Ιταλοί παρουσίαζαν τον Jaksetich ως Σλοβένο για να δικαιολογήσουν την στάση του. Η άρνηση της AMG να επιτρέψει εκλογές επεξέτεινε τον αναβρασμό στην Τεργέστη και δεν κατάφερε να αποκρύψει το προφανές: υπήρχαν στην Τεργέστη Ιταλοί κομουνιστές, οι οποίοι σε συνεργασία με τους Σλοβένους απαιτούσαν να γίνουν «αφεντικά στο σπίτι τους» (padroni a casa nostra). Ζητούσαν αυτονομία, γεγονός που, αν όντως συνέβαινε, θα επέτρεπε την περεταίρω κομουνιστική επιρροή και την σοβιετική διείσδυση στην Αδριατική, απειλώντας, όπως θεωρούσαν οι σύμμαχοι, την δημοκρατία και την ασφάλεια του δυτικού κόσμου.

Η περίοδος 1945-7 σημαδεύτηκε από πολιτική αστάθεια και αναβρασμό, προϊόν της κλιμάκωσης του ψυχροπολεμικού κλίματος. Υψηλά στελέχη της AMG κατηγορηθήκαν για υπεξαίρεση και κατάχρηση δημοσίου χρήματος. Οι φυλακές της Τεργέστης ήταν ασφυκτικά γεμάτες από αριστερούς γιουγκοσλαβικής καταγωγής, οι οποίοι, πολλές φορές, κρατούνταν χωρίς να έχει προηγηθεί δική. Οι συμμαχικές δυνάμεις κατοχής χρησιμοποίησαν συχνά βία εναντίον πολιτών, τραυματίζοντας ή δολοφονώντας τους εν ψυχρώ. Η οικονομική δυσπραγία που οδηγούσε σε φαινόμενα μαύρης αγοράς σε συνδυασμό με τις άδικες συλλήψεις, τους προπηλακισμούς και τον τρομοκρατικό εκφοβισμό των πολιτών της Τεργέστης, ανάγκασαν Ιταλούς και Σλοβένους να διαμαρτυρηθούν και να κατηγορήσουν εύλογα την Διασυμμαχική Διοίκηση. Η προτεραιότητα των Αγγλοαμερικανικών ήταν η πάταξη του κομουνισμού, παγκοσμίως. Έτσι, θέματα φιλελευθερισμού, αξιοπρέπειας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων έρχονταν δεύτερα.

Η ελεύθερη περιοχή  

Τον Μάρτιο του 1946 Βρετανοί, Ρώσοι, Γάλλοι και Αμερικανοί επιστήμονες βρέθηκαν στην Venezia Giulia για να μελετήσουν το ζήτημα, εκ του σύνεγγυς και να χαράξουν τα διαχωριστικά σύνορα. Οι ερευνητές εξετάζοντας την «ιταλικότητα» ή την «σλαβικότητα»  του πληθυσμού δεν κατάφεραν να εξάγουν ασφαλή συμπεράσματα. Οι Αγγλοαμερικανικοί απεσταλμένοι πρότειναν την προσάρτηση της περιοχής στην Ιταλία και οι Σοβιετικοί, την παραχώρηση της στη Γιουγκοσλαβία. Η αποτυχία της επιτροπής, στην εξεύρεση λύσης, έφερε μια άλλη πρόταση στο προσκήνιο: την ελεύθερη περιοχή[9].

Στις 10 Φεβρουαρίου 1947, στο Παρίσι, συμφωνήθηκε η δημιουργία της ελεύθερης περιοχής της Τεργέστης, η οποία θα καταλάμβανε 738  km2   και στην οποία θα αναγνωρίζονταν ως επίσημες γλώσσες τα Ιταλικά, τα Κροατικά και τα Σλοβενικά. Η Τεργέστη θα αποκτούσε το δικό της νόμισμα, την δική της σημαία και φυσικά την δική της ξεχωριστή κυβέρνηση. Τα Ηνωμένα Έθνη θα όριζαν έναν κυβερνήτη, ο οποίος θα διοικούσε την ελεύθερη περιοχή με την βοήθεια ενός εκτελεστικού συμβούλιου. Οι υπόλοιπες περιοχές που άνηκαν στις ζώνες Α και Β θα προσαρτούνταν από τα δυο ενδιαφερόμενα μέρη. Η Γιουγκοσλαβία θα έπαιρνε  το Fiume και την Ιστρία και η Ιταλία την Gorizia και το Manfalcone. Οι δυτικοί θεώρησαν τόσο επιτυχημένη αυτήν την εξέλιξη που μερικοί πρότειναν την δημιουργία της «Δημοκρατικής Καθολικής Ομοσπονδίας» αποτελούμενη από την Αυστρία, την Σλοβενία και την ιταλική επαρχία του Friuli. Αυτοί που δεν ικανοποιήθηκαν ήταν οι λαοί της Γιουγκοσλαβίας και της Ιταλίας, λόγω των συνόρων και της παρατεταμένης στρατιωτικής κατοχής της AMG, αφού ο ΟΗΕ αδυνατούσε να συμφωνήσει στην επιλογή κυβερνήτη. Η AMG, για ακόμα μια φορά κατηγόρησε τους κομουνιστές, οι οποίοι, έκρινε ότι, συνωμοτούσαν εναντίον της.

Εθνικισμός, ψυχρός πόλεμος και λύση του ζητήματος 1948-1954

Τα μειονοτικά ζητήματα, που προέκυψαν, στην ιταλική χερσόνησο, μετά την ήττα των ναζιστικών και των φασιστικών στρατευμάτων, στην Val d’ Aosta και στο Alto Adige, λύθηκαν γρήγορα και ανώδυνα. Το πρόβλημα της Τεργέστης ήταν δισεπίλυτο και περίπλοκο λόγω της ιταλογιουγκοσλαβικής, υποτιθέμενης αντιπαλότητας, των διαφορών Ανατολής-Δύσης, της αναμέτρησης κομουνισμού και αντικομουνισμού. Το θέμα περιπλεκόταν και από την συμμαχία της Ιταλίας με τους συμμάχους, από το 1943 αλλά και από την δράση των παρτιζάνων υπέρ του κοινού σκοπού κατά την διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέχρι την επίτευξη της τελικής συμφωνίας, τον Νοέμβριο του 1954, πολλές λύσεις  είχαν τεθεί επί τάπητος. Ο Edvard Kardelj πρότεινε την διατήρηση της παλιάς γραμμής μεταξύ Ιταλίας και Αυστροουγγαρίας, ως σύνορο και την αυτονομία της πόλης της Τεργέστης. O Gaetano Salvemini (πολιτικός, ιστορικός και συγγραφέας, πολέμιος του Φασισμού) αντιπρότεινε την αυτονόμηση της Ιστρίας και όλης της περιοχής, σύμφωνα με το ελβετικό μοντέλο των καντονιών. Ο Ιταλός υπουργός εξωτερικών Alcide de Gasperi (Ιδρυτής του Χριστιανοδημοκρατικού κόμματος και πρωθυπουργός της Ιταλίας από το 1945 έως το 1953) απαίτησε τη αυτονόμηση της Zara, την δημιουργία ελεύθερου κράτους του Fiume και την οριοθέτηση της γιουγκοσλαβικής και της ιταλικής ζώνης, ώστε να μην βιώσουν Ιταλοί την «σλαβική σκληρότητα». Η συμφωνία του Rapallo[10] είχε προξενήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που είχε λύσει.

Στις αρχές Φεβρουαρίου 1948 το σχέδιο της ελεύθερης περιοχής εγκαταλείφθηκε. Στις 20 Μαρτίου 1948 η Γαλλία, η Αγγλία και οι Η.Π.Α συμφώνησαν στην παραχώρηση των 2 ζωνών στην Ιταλία. Στήριξαν αυτήν την μονομερή απόφαση στην πεποίθηση ότι η Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση δεν σεβάστηκε την προσπάθεια των συμμάχων για τον εκδημοκρατισμό της Τεργέστης και ότι υπέθαλπτε έναν εμφύλιο πόλεμο στην περιοχή, με «κλασικό βαλκανικό τρόπο»[11]. Στην πραγματικότητα οι δυτικοί ήθελαν να εξαρθρώσουν όλα τα κομουνιστικά στοιχεία στη Τεργέστη και μετά να την παραδώσουν, στην σύμμαχο τους Ιταλία. Το θέμα περιπλέχτηκε όταν οι Αγγλοαμερικανικοί θέλησαν να προσεγγίσουν την Γιουγκοσλαβία όταν αυτή φάνηκε να απομακρύνεται από την Ε.Σ.Σ.Δ. Έτσι η αντιμετώπιση, ως δια μαγείας, του σλαβικού στοιχείου στην Τεργέστη βελτιώθηκε και οι νόμοι έγιναν ελαστικότεροι.

Η κατάσταση είχε αποσταθεροποιητικό αντίκτυπο στην περιοχή. Στην Γιουγκοσλαβία πλήθαιναν οι φωνές οι οποίες μέμφονταν τον Τίτο επειδή παρέκλινε από τον διεθνισμό της Μόσχας. Άλλοι υποστήριζαν την απομάκρυνση της χώρας τους από τον Σταλινισμό και αντιμάχονταν τους «κομφορμιστές». Τα μίση και τα πάθη ήταν τόσο έντονα που χώριζαν συγγενείς και οικογένειες. Διαμάχες ανάμεσα σε φιλελεύθερους Σλοβένους και φιλοδυτικούς Σλοβένους, διαφωνίες της ιταλικής κυβέρνησης με την AMG και η ασυνεννοησία μεταξύ Αμερικανών και Βρετανών, μετέτρεπαν την Τεργέστη σε πυριτιδαποθήκη.

Η απόφαση του 1948 υλοποιήθηκε ύστερα από συμφωνία, «Υπόμνημα Κατανόησης», μεταξύ Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας, στις 5 Οκτωβρίου 1954, στο Λονδίνο. Μια επιτροπή θα καθόριζε τα σύνορα καθώς και την προστασία των απανταχού μειονοτήτων. Η ζώνη Α,  μαζί με την Τεργέστη, προσαρτήθηκαν, τελικά, από την Ιταλία ως αντιστάθμισμα της απώλειας της Ιστρίας και της Muggia από την Γιουγκοσλαβία. Λόγω της απώλειας της Ιστρίας, το ιταλικό κοινοβούλιο δεν επικύρωσε, αρχικά, την συνθήκη. Το πρόβλημα το οποίο ουσιαστικά είχαν δημιουργήσει οι σύμμαχοι επινοώντας τον Ιταλογιουγκοσλαβικό ανταγωνισμό και εθνικισμό, για να θεμελιώσουν την παρουσία τους στην Τεργέστη και να εξαλείψουν τον κομουνισμό, παραλίγο να οδηγήσει τον κόσμο σε ένα τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το θέμα διευθετήθηκε οριστικά όταν τα 2 ενδιαφερόμενα μέρη διαπραγματεύτηκαν ψύχραιμα και λογικά, χωρίς την παρέμβαση τρίτων. Η συμφωνία του 1954 επικυρώθηκε και ανανεώθηκε το 1975 με την συνθήκη του Osimo. Η Τεργέστη με την ζώνη Α μετονομάστηκε, τότε, σε «επαρχία της Τεργέστης» και στην Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας παραχωρήθηκε το δικαίωμα χρήσης του λιμένα. Ο ιταλικός λαός επέκρινε αυτήν την συμφωνία αφού δεν προφύλασσε επαρκώς τις ιταλικές μειονότητες, εντός του γιουγκοσλαβικού εδάφους.

 

 

2 Απόψεις για το ζήτημα της Τεργέστης

Η γιουγκοσλαβική άποψη

Ο Edvard Kardelj, σημαντικό στέλεχος της γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης, μέμφεται, μέσω του άρθρου του «Η Τεργέστη και οι σχέσεις Γιουγκοσλαβίας-Ιταλίας, την μονομερή και «στενοκέφαλη» απόφαση των συμμάχων να παραχωρήσουν την ζώνη Α στην Ιταλία στις 8 Οκτωβρίου 1953[12]. Ο  Kardelj θεώρει ότι το ζήτημα δεν συνδέεται μόνο με την καταπάτηση των δημοκρατικών, κεκτημένων δικαιωμάτων του σλοβενικού λαού και τον ιταλικό «σοβινισμό» αλλά και με την οικοδόμηση ενός συστήματος συλλογικής ασφάλειας, με βάση την ισοτιμία και την ειρηνική συνεργασία μεταξύ των κρατών.

Το θέμα είναι παλιό και συνδέεται με τον ιταλικό ιμπεριαλισμό στην Αδριατική και με την προσπάθεια των λαών της Γιουγκοσλαβίας να συνενωθούν. Αυτό που άλλαξε είναι η θέση της Γιουγκοσλαβίας στον κόσμο. Η σταθερότητα στην περιοχή θα αποτελούσε βεβαιότητα εάν το ζήτημα παράμενε μεταξύ Ιταλίας και Γιουγκοσλαβίας. Η εμπλοκή όμως των Αγγλοαμερικανών, η επιζήμια απόφαση της 8ης Οκτωβρίου και η κάλυψη του ιταλικού σοβινισμού αποσταθεροποιούν το Ατλαντικό Σύμφωνο και στρέφονται κατά ενός φιλήσυχου κράτους. Εξάλλου, η Γιουγκοσλαβία πολέμησε στο πλευρό των δυτικών σε 2 παγκοσμίους πολέμους αλλά τώρα (1953) αυτοί αναλαμβάνουν την «προστασία της ιταλικής επεκτατικότητας εις βάρος της Γιουγκοσλαβίας». Οι δυτικοί, υπό την πίεση των ιταλικών εκβιασμών υποπίπτουν σε συνεχόμενα λάθη και καταστρέφουν τις βάσεις της ειρήνης και της δημοκρατίας στην περιοχή.

Στην συνέχεια, ο Kardelj παραθέτει ένα σύντομο ιστορικό για να αποδείξει το δίκαιο των σλοβενικών αιτημάτων. Έτσι, από τον 6ο αιώνα π.Χ. οι ρωμαϊκές αποικίες της Τεργέστης και της Pola ήταν απομονωμένες ανάμεσα σε συμπαγές σλοβενικό έδαφος. Κατά την περίοδο του Βενετό-Αψβουργικού ανταγωνισμού η ροή του σλοβενικού και κροατικού πληθυσμού συνεχίζεται κανονικά ώστε το 1750 να υφίσταται η αναλόγια 1 προς 1. Μετά από εξέταση των αυστριακών αρχείων το συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο: το 1910 οι Ιταλοί αποτελούσαν το 1/3 του συνολικού πληθυσμού της Τεργέστης. Ο ιταλικός «βρικολακιασμένος» ιμπεριαλισμός επενέβη βίαια για να επιβάλει διαφορετική πορεία στην ιστορική εξέλιξη. Το σλοβενικό-κροατικό στοιχείο ήταν αγροτικό και καθυστερημένο και για αυτόν τον λόγο όλα τα αξιώματα βρίσκονταν, αντιδημοκρατικά, σε ιταλικά και γερμανικά χέρια. Αυτό το γεγονός, δεν σημαίνει βέβαια ότι η πόλη μπορεί να αποκοπεί, αυθαίρετα, από την γιουγκοσλαβική ενδοχώρα, στην οποία αναμφισβήτητα ανήκει. Ο Kardelj παραθέτει ακόμη και πίνακες του σιδηροδρομικού διαμετακομιστικού εμπορίου στην Τεργέστη για να αναδείξει την απουσία της ιταλικής οικονομικής δραστηριότητας. Η Τεργέστη δεν είναι μόνο οικονομικά συνδεδεμένη με την ενδοχώρα. Είναι ιστορικό γεγονός ότι η ιδέα της απελευθέρωσης της και της ένωσης κινητοποίησε τους Σλοβένους 100 χρόνια πριν, όταν στην άλλη όχθη της Αδριατικής δεν υπήρχε ούτε μια φωνή που να απαιτεί την ένωση της πόλης με την Ιταλία. Απόδειξη αποτελεί η έκδοση (στα κροατικά, στα σερβικά και στα σλοβενικά) της εφημερίδας «Ο Σλάβος της Αδριατικής», στα 1850, με πολιτικό πρόγραμμα-στόχο την ένωση των Νοτιοσλάβων.

Aπό τον 10ο αιώνα και την ίδρυση του κροατικού κράτους, το παπικό κράτος προσπάθησε να επιβάλει την κυριαρχία του και στην απέναντι πλευρά της Αδριατικής. Οι δόγηδες της Βενετίας προσπάθησαν να καθυποτάξουν την Δαλματία ως τον 18ο αιώνα. Παίρνοντας την σκυτάλη, ο ιταλικός ιμπεριαλισμός «έστρεψε τα κατακτητικά βλέμματα του στις γιουγκοσλαβικές ακτές», που βρίσκονταν ακόμα υπό Αψβουργική εξουσία. Ακόμη, το ιταλικό κράτος διατίθονταν εχθρικά εναντίον των Γιουγκοσλάβων σε 2 παγκοσμίους πολέμους. Ο Μουσολίνι είχε ανακηρύξει, ως αναπόσπαστο τμήμα του Βασιλείου της Ιταλίας, το μεγαλύτερο τμήμα της Δαλματίας και όλα τα νησιά της Αδριατικής. Στις 27 Απριλίου 1941 και ενώ η Αλβανία είχε ήδη «πέσει στα χέρια των κατακτητών» ο κόμης Ματσόλι διορίστηκε, αντιδημοκρατικά, Ανώτατος Διοικητής του Μαυροβουνίου.  Όλα αυτά τα γεγονότα, ισχυρίζεται ο Kardelj, ως φαίνεται, δεν έχουν καμία σημασία για τους δυτικούς, οι οποίοι θέλουν επιπλέον να ανταμείψουν τους Ιταλούς με την παραχώρηση της Τεργέστης. Αυτό είναι το «μεγαλείο της χθεσινής Ιταλίας, για την αποκατάσταση του οποίου μιλά ο κύριος Πέλλα». Ο πόλεμος έθεσε τέρμα στις εφήμερες επιτυχίες της ιμπεριαλιστικής εποχής του Μουσολίνι οι οποίες, εν πολλοίς, αποτέλεσαν δώρο του Χίτλερ. Τέτοιο δώρο πήραν οι Ιταλοί το 1919-1920, παίρνουν και το 1945, απλά επειδή συνθηκολόγησαν πρόωρα.

Αντιθέτως, η Γιουγκοσλαβία είχε τεράστιο μερίδιο προσφοράς στον Β΄ Π.Π. αλλά αναγκάστηκε με τελεσίγραφο να εγκαταλείψει την Τεργέστη ενώ επιδικάστηκε στην Ιταλία εθνικό γιουγκοσλαβικό έδαφος 900 km2 (Gorizia, Benes) και διεθνοποιήθηκε τμήμα της Ιστρίας. Αυτές οι αποφάσεις, προφανώς ευνόησαν τους Ιταλούς και δεν ενίσχυσαν την εθνική ισορροπία στην περιοχή. Η εθνική εξέλιξη της πόλης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την σλαβική ενδοχώρα και οι κάτοικοι της νοιώθουν πρωτίστως Τριεστίνοι και ζητούν την ανεξαρτησία ή την αυτονόμηση της Τεργέστης και όχι την ένωση της με την Ιταλία. Οι Ιταλοί υπερασπίζονται την «ιταλικότητα» της Τεργέστης με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που υπεραμύνονταν των αποικιακών δικαιωμάτων τους στην Σομαλία…

Σύμφωνα με τον Kardelj η μόνη δίκαιη και λειτουργική λύση είναι να συνδεθεί η πόλη με την χώρα που είναι εθνικά, οικονομικά και πολιτιστικά συνδεδεμένη, δηλαδή την Γιουγκοσλαβία. Επίσης τα σύνορα στο μέλλον θα εκλείψουν, λόγω του σοσιαλισμού, έως τότε όμως το ζήτημα των μειονοτήτων πρέπει να διευθετηθεί με τον δικαιότερο τρόπο.

Η σύγχρονη Ιταλία, όπως ακριβώς και η χθεσινή, προσανατολίζεται στην υπονόμευση της γιουγκοσλαβικής ακεραιότητας. Ο νέος ιταλικός ιμπεριαλισμός διαφαίνεται από την προστασία της ανεξαρτησίας της Αλβανίας, από τις συνεχείς λεκτικές επιθέσεις εναντίον του Τίτο, από το ζήτημα της Τεργέστης και από την εναντίωση στην υπογραφή του Βαλκανικού Συμφώνου, αποδείξεις της εξακολούθησης της πολίτικης του Μουσολίνι στην Αφρική και την Μεσόγειο. Ο ιταλικός επεκτατισμός υποβοηθούμενος από τους συμμάχους και το Βατικανό είναι όμοιος με αυτόν του 1920. Οι διεθνείς συνθήκες της Κωνσταντινούπολης το 1862, του Βερολίνου το 1878 ακόμα και το συνέδριο της Βιέννης στα 1814-5 αποσκοπούσαν στην αποδυνάμωση των γιουγκοσλαβικών εθνοτήτων. Ενώ η Ιταλία απολαμβάνει την αμέριστη συμπαράσταση της Δύσης, η Ε.Σ.Σ.Δ δρα με μοναδικό γνώμονα το συμφέρον της, δίχως να λαμβάνει υπ’ όψιν πως η πολιτική της  είναι επιζήμια για ένα φίλο σοσιαλιστικό κράτος. Η Γιουγκοσλαβία εξεδίωξε τις δυνάμεις του άξονα και πλέον δεν ανήκει στον ημι-αποικιακό κόσμο αλλά είναι ισχυρή, με σημαντικότατη διεθνή θέση. Ακόμα και η λύση της ελεύθερης περιοχής της Τεργέστης εγκυμονεί κινδύνους αφού αυτή θα είναι ευάλωτη και αδύναμη να αντιταχθεί στους πράκτορες που θα παραλύσουν την δημοκρατία και θα καταπατήσουν τα εθνικά δικαιώματα της Γιουγκοσλαβίας προκαλώντας ιταλογιουγκοσλαβικές διενέξεις που θα αποσταθεροποιήσουν την περιοχή.

Ο Kardelj συνεχίζει στο ίδιο κλίμα: «Σπάνια μπορεί να συναντήσει κανείς στην Ιστορία τέτοια δυσαναλογία μεταξύ ανταλλάγματος και ποιότητας προσφερόμενης υπηρεσίας», αναφερόμενος στην προσχώρηση της Ιταλίας στην Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα. Η Ιταλία βασίζεται στα 2 πατροπαράδοτα μέσα της: «την μηχανορραφία και τον εκβιασμό» στην εξωτερική πολιτική. Στις 11 Ιανουαρίου στην Αθήνα ο De Gasperi δήλωσε: «Η Ιταλία αντιτίθεται σε αμυντικές συμφωνίες κατά του ΝΑΤΟ» και «Το Βαλκανικό Σύμφωνο δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικό χωρίς την συγκατάθεση της Ιταλίας». Ο οιοσδήποτε αντιλαμβάνεται ότι η Ιταλία εκβιάζει τους συμμάχους της και ότι το Βαλκανικό Σύμφωνο θα ενισχύσει παρά θα βλάψει την θέση της! Οι Ιταλοί υπονομεύουν την ευρωπαϊκή ασφάλεια και εκμεταλλεύονται την υπογραφή της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας την ώρα που πραγματοποιούν στρατιωτικές επιδείξεις, επιθετικού χαρακτήρα, στα γιουγκοσλαβικά σύνορα. Η Γιουγκοσλαβία είναι υπέρμαχος της ειρήνης αλλά δεν θα ενδώσει στους εκβιασμούς και θα απαντήσει στις προκλήσεις, όπως έκανε και στο παρελθόν.

Ο ιταλικός φασισμός, ο οποίος δεν θα αρκεστεί στην απόφαση της 8ης Οκτωβρίου θα γίνει επεκτατικότερος. Πίσω από τα σύνορα βρίσκονται έτοιμοι και ενωμένοι οι λαοί της Γιουγκοσλαβίας και ο στρατός τους, που ξέρει να υπερασπίζεται τα συμφέροντα τους. Οι δυτικές δυνάμεις υποστηρίζοντας τις ιταλικές αξιώσεις εξασθένισαν την θέση τους στην νοτιανατολική Ευρώπη. Η λύση πρέπει να ληφθεί από κοινού και να είναι βασισμένη στον αμοιβαίο σεβασμό, την ισονομία και την ειλικρινή ιταλογιουγκοσλαβική συνεργασία. Η παραχώρηση της ζώνης Α και της Τεργέστης, χωρίς να δοθούν εγγυήσεις για το γιουγκοσλαβικό στοιχείο της περιοχής, είναι απαράδεκτη. Το δημοψήφισμα που πρότεινε ο Ιταλός πρωθυπουργός Πέλλα (ενώ απέφυγε να το επιτρέψει στο νότιο Τίρολο) θα ήταν περιττό και αναποτελεσματικό.

Ο Edvard Kardelj κλείνει το άρθρο του «Η Τεργέστη και οι σχέσεις Γιουγκοσλαβίας- Ιταλίας» υπογραμμίζοντας την προσπάθεια του κράτους του να δημιουργήσει έναν προμαχώνα άμυνας όλου του δυτικού κόσμου (Βαλκανικό Σύμφωνο) την στιγμή που οι ιμπεριαλιστικοί κύκλοι έχουν φθάσει την Ιταλία σε σημείο αυτοταπείνωσης. Όποια λύση δεν λάβει υπ’ όψιν τον αμοιβαίο σεβασμό και την διεθνή θέση της Γιουγκοσλαβίας είναι καταδικασμένη εκ προοιμίου. Ο στρατάρχης Τίτο ζήτησε τον τομέα Α και Β και δείχνοντας διάθεση συμβιβασμού πρότεινε τον ιταλικό έλεγχο στην Τεργέστη, ο οποίος όμως θα πρέπει να σέβεται την ισονομία, την ισότητα και τα σλοβενοκροατικά συμφέροντα. Ο Kardelj τονίζει, τέλος, ότι το ζήτημα θα επιλυθεί με συνεννόηση και όχι με απειλές και τελεσίγραφα.

Η ιταλική άποψη, 1919-1920

Οι Ιταλοί, υπέρμαχοι της «ιταλικότητας» και των 2 ακτών της Αδριατικής, θεωρούσαν ότι οι Κροάτες και οι Σλοβένοι της Δαλματίας και της Ιστρίας συνέρευσαν εκεί στα 1650 για να γλυτώσουν από την οθωμανική λαίλαπα και έτσι, αυτοβούλως, αφομοιώθηκαν από τον ιταλικό πολιτισμό. Παρά τις προσπάθειες της αυστριακής μοναρχίας να εξισλαβίσει την περιοχή, το χαμηλό πολιτισμικό επίπεδο των Σλάβων δεν στάθηκε ικανό να αλλοιώσει την, εκεί, μακραίωνη ιταλική παράδοση. Οι Ιταλοί πιστεύοντας στην αναμφισβήτητη υπεροχή τους στην ανατολική όχθη της Αδριατικής αλλά και στο Τρέντο εισήλθαν στον Α΄ Π.Π. για να απελευθερώσουν τις αλύτρωτες (irredente) πατρίδες καθώς και για να αποκτήσουν στρατηγικά σημεία (Αυλώνα, Fiume) τα οποία θα διασφάλιζαν την άμυνα της χώρας. H εμμονή της ασφάλειας ήταν αλληλένδετη με τον σλαβικό κίνδυνο, ο οποίος θα τάραζε την ειρήνη στην Ευρώπη και θα προκαλούσε οικονομικο-πολιτισμική παρακμή στην περιοχή της Αδριατικής. Οι Ιταλοί πολιτικοί (Orlando, Sonnino) πίστευαν ότι ενδεχόμενη προσάρτηση της Ιστρίας και της Δαλματίας στο Βασίλειο Σέρβων Κροατών και Σλοβένων θα έφερνε οικονομική δυσπραγία, πολιτισμικό τέλμα και κυρίως την γερμανική επιρροή στην ανατολική Ευρώπη. Έτσι, ζητούσαν εδάφη-εγγυήσεις τα οποία θα αντάμειβαν την Ιταλία για την μεγαλειώδη πολεμική της προσφορά στον Α΄ Π.Π. και θα διασφάλιζαν την ηρεμία και την ειρήνη στην Ευρώπη.

Η Ιταλία είχε υποστεί στον πόλεμο (μέτωπο του Ισόνζο) τις μεγαλύτερες απώλειες από όλα τα υπόλοιπα μέλη της Entente και οι διεκδικήσεις της ήταν δίκαιες. Εξάλλου η Ρώμη θα ενεργούσε για το ευρύτατο όφελος αφού θα ανέπτυσσε τα Βαλκάνια οικονομικά: θα έκτιζε λιμάνια, σιδηροδρόμους, εργοστάσια και βιομηχανικές μονάδες. Ο κίνδυνος της γερμανικής διείσδυσης ή της σλάβικης οπισθοδρόμησης θα απομακρυνόταν οριστικά.

Η οικονομία και το εμπόριο ήταν ακόμη ένας λόγος για να παραχωρηθούν στο Βασίλειο της Ιταλίας η Τεργέστη, το Fiume, η Δαλματία και η Αυλώνα. Η Αλσατία και η Λορένη, για τις οποίες ξέσπασε ο πόλεμος δεν πρέπει να θεωρούνται σημαντικότερες περιοχές από αυτές που ζητούσαν οι Ιταλοί. Στην περίπτωση της Αλβανίας, της οποίας η ακεραιότητα και η ανεξαρτησία ήταν αμφίβολες λόγω του σερβικού και του ελληνικού ιμπεριαλισμού, με την στήριξη της Αγγλίας και της Γαλλίας, οι Ιταλοί θέλησαν να εγκαθιδρύσουν ένα προτεκτοράτο. Αυτό θα ήταν εφικτό εγχείρημα εξαιτίας της φυλετικής συγγένειας των «Λατίνων» με τους «Ιλλυριούς». Οι Σλάβοι θα έπρεπε να είναι ευγνώμονες (και όχι απαιτητικοί) για την απελευθέρωση τους από τον αυστριακό ζυγό εξαιτίας των ενεργειών της Entente και ιδίως της Ιταλίας, η οποία ανέγειρε στράτευμα 5.000.000 ανδρών και επένδυσε 50 δισεκατομμύρια στην κοινή πολεμική προσπάθεια. Αν κάποιος ισχυρίζεται ότι στη Τεργέστη υπερτερεί το σλάβικο στοιχείο θα πρέπει να θυμάται πως η Μάλτα ανήκει στην Βρετάνια και η Νίκαια στην Γαλλία, περιοχές με αμιγώς ιταλικό πληθυσμό. Η ισορροπία ισχύος επιβάλει την ικανοποίηση των απαιτήσεων της Ρώμης. Η γνώμη της Ρωσίας και της Σερβίας δεν έχουν, βέβαια, την βαρύτητα αυτής της νικήτριας Ιταλίας.

Εξάλλου οι Γιουγκοσλάβοι δεν διαθέτουν την τεχνογνωσία και δεν είναι σε θέση να αναπτύξουν την περιοχή ενώ έχουν τόσο ισχυρές αντιθέσεις στο εσωτερικό του κράτους τους ώστε σίγουρα στο μέλλον θα πολυκερματιστούν και θα διαλυθούν… Αν η Τεργέστη και τα άλλα αλύτρωτα εδάφη παραχωρούνταν στους Σλάβους, το ιταλικό στοιχείο θα εξεγείρονταν και η Ιταλία θα ήταν αναγκασμένη να συνδράμει την απελευθερωτική τους προσπάθεια. Η Νέα Ιταλία, ισχυρή οικονομικά και στρατιωτικά θα ανέκοπτε την γερμανική επιρροή (η οποία ήταν βέβαιη λόγω της σλαβικής αδυναμίας) και θα αποτελούσε παράγοντα σταθερότητας και προόδου για ολόκληρη την νοτιοανατολική Ευρώπη. Για να φέρει εις πέρας την αποστολή αυτή όμως χρειάζεται τον απολυτό έλεγχο των 2 ακτών της Αδριατικής[13].

3 Συμπεράσματα

Το ζήτημα και το δίλημμα της  Τεργέστης ήταν: Δύση ή Ανατολή, Δημοκρατία ή Κομουνισμός; Με την συμφωνία μεταξύ Alexander (διοικητής της συμμαχικής κατοχικής δύναμης) και Τίτο αποφασίστηκε ο διαχωρισμός της Venezia Giulia σε 2 ζώνες. Η ζώνη Α θα διατηρούνταν προσωρινά υπό συμμαχικό έλεγχο και η ζώνη Β θα περνούσε στον γιουγκοσλαβικό έλεγχο. Οι εκκλήσεις των παρτιζάνων περί κοινής ιταλό-σλαβικής ενότητας και συνεργασίας εκλύθηκε από τους δυτικούς ως κομουνιστική προπαγάνδα.

Οι ταραχές, στο κέντρο της πόλης αποτελούσαν συχνό φαινόμενο και δεν ήταν αποτέλεσμα εθνικού ανταγωνισμού, όπως ήθελαν να πιστεύουν οι σύμμαχοι, για να εδραιώσουν την θέση τους ως διαιτητές της περιοχής, αλλά ιδεολογικού. Οι διαδηλώσεις, με αίτημα την ένωση της πόλης, είτε με την Ιταλία, είτε με την Γιουγκοσλάβα της αντι-φασιστικής ένωσης Ιταλών και Γιουγκοσλάβων, της ένωσης εργατών ή του απλού κόσμου, δυναμίτιζαν το κλίμα, προκαλώντας σωρεία σοβαρών επεισοδίων. Θα πρέπει να σημειωθεί πως οι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής συμβίωναν και ανέχονταν, σε κάποιο βαθμό, την διαφορετικότητα του άλλου. Όταν όμως  τα ειλικρινά αισθήματα φιλίας διαβρώνονται και περιπλέκονται με την πολιτική και τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων, το αποτέλεσμα είναι θλιβερό και δυσοίωνο. Πολλοί Ιταλοί αριστεροί έστελναν τα παιδιά τους οικιοθελώς σε σχολεία της ενδοχώρας για να έρθουν σε επαφή με την κομουνιστική ιδεολογία και αρκετοί Σλοβένοι διαβιούσαν αρμονικά στην Τεργέστη και μάλιστα διακρίνονταν στις τέχνες και τα γράμματα. Το άκρατο μίσος, ο ρατσισμός και η σλαβική βαρβαρότητα ήταν εφευρέσεις της συμμαχικής ηγεσίας για να δαιμονοποιήσει και να δυσφημήσει τους Γιουγκοσλάβους και κατ’ επέκταση τον κομουνισμό. Όλα αυτά τέθηκαν σε δεύτερη μοίρα όταν οι Αγγλοαμερικανοί προσπάθησαν να προσεταιρισθούν τον Τίτο και να τον εντάξουν στο δυτικό στρατόπεδο. Στο κλίμα του ψυχρού πολέμου, το οποίο χαρακτηρίζεται από την καχυποψία και την υπονόμευση των αντιπάλων θέσεων σε παγκόσμια κλίμακα, οι Αμερικανοί διέβλεπαν και εφεύρισκαν, συνεχώς, απειλές και κινδύνους.

Οι ειρηνευτικές ομιλίες βάδιζαν προς 3 κατευθύνσεις: την επιστροφή της Τεργέστης στην Ιταλία, την ενσωμάτωση της στην Γιουγκοσλαβία ή την δημιουργία «Ελεύθερης Επικράτειας». Οι ενάντιοι της πρώτης λύσης ισχυρίζονταν ότι η Ιταλία δεν θα έπρεπε να ανταμειφθεί και να επιβραβευθεί για την επιθετικότητα και τον ρατσισμό της, κατά τα προηγούμενα χρόνια. Επίσης οι σύμμαχοι ποτέ δεν θα συναινούσαν στην ενδυνάμωση ενός κομουνιστικού καθεστώτος και έτσι θεσπίστηκε η λύση της «Ελεύθερης Περιοχής». Οι Αμερικανοί και οι Άγγλοι φοβηθήκαν πως η σοβιετική επιρροή θα ήταν ισχυρότατη σε ένα ανεξάρτητο κρατίδιο και ακύρωσαν την πρότερη απόφαση τους. Οι σύμμαχοι δεν απεύχονταν ένα εθνικό ή φυλετικό πόλεμο, μεταξύ Γιουγκοσλάβων και Ιταλών αλλά μια ενδεχόμενη συνεργασία τους, υπό κομουνιστική ιδεολογία. Για αυτόν τον λόγο, το 1948, κατηγόρησαν τους Ρώσους και τους Γιουγκοσλάβους για δήθεν υπονόμευση της ειρήνης και για συνομωσία με στόχο την υπερεθνικότητα της Τεργέστης. Αποκαλυπτικό είναι το γεγονός ότι οι δυτικοί για να επιτύχουν τους «φιλελεύθερους» στόχους τους συνεργάστηκαν ακόμα και με την Lega Nazionale, μια νεοφασιστική ιταλική οργάνωση! Όταν, τελικά, διευθετήθηκε το θέμα, το 1954, οι σύμμαχοι θυμήθηκαν να αποδώσουν μειονοτικά δικαιώματα στους Σλάβους της Τεργέστης, οι οποίοι δικαιούνταν, όντας πλειοψηφία, πλήρη ελευθερία και αυτοδιάθεση. Για να διασκεδάσουν την πικρία των Γιουγκοσλάβων, για την απώλεια της πόλης, ανέγειραν πολιτιστικό κέντρο για τους Σλοβένους, το 1954 (το προηγούμενο είχε καταστραφεί από Ιταλούς εξτρεμιστές, το 1920).

Το ζήτημα της Τεργέστης, παρά τις διάφορες διακυμάνσεις και τους ανταγωνισμούς, επιλύθηκε με τον πλέον ικανοποιητικό και δίκαιο τρόπο. Η Ιταλία προσάρτησε την πόλη, επί της οποίας είχε τα κυριαρχικά δικαιώματα και οι Σλάβοι κάτοικοι της περιοχής κέρδισαν μειονοτικά δικαιώματα με βάση τις αρχές του Δικαίου και της Δημοκρατίας. Φυσικά, η λύση δόθηκε μετά από συνομιλίες των 2, άμεσα, εμπλεκομένων μερών και όχι λόγω της παρέμβασης των Αμερικανών, των Σοβιετικών ή των Βρετανών. Σε αυτό το μέρος του κόσμου η ισορροπία αποκαταστάθηκε και η δικαιοσύνη αποδόθηκε, παρά τα προσκόμματα και τις δυσκολίες. Ας ελπίσουμε ότι και στο μέλλον, τα προβλήματα μεταξύ συνανθρώπων θα διευθετηθούν ειρηνικά και ανιδιοτελώς.

4 Βιβλιογραφία

Ελληνική

Γκούτα Δώρα, «Αλληλοεπιδράσεις στους Διπλωματικούς Χειρισμούς του Ζητήματος της Τεργέστης και των Βαλκανικων Συμφωνιών του 1953-1954», Ελληνική Ιστορική Εταιρία, ΚΘ΄ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο 16-18 Μαΐου 2008, Πρακτικά, Θεσσαλονίκη 2009 σσ 369-376

Kardelj Edvard, Η Τεργέστη και οι Σχέσεις Γιουγκοσλαβίας-Ιταλίας, Αθήνα 1953

Κολιόπουλος Σ. Ιωάννης, Ιστορία της Ελλάδας από το 1800, η Διαμόρφωση και η Άσκηση της Εθνικής Πολιτικής, τ.2, Θεσσαλονίκη 2002

Χατζηβασιλείου Ευάνθης, Εισαγωγή στην Ιστορία του Μεταπολεμικού Κόσμου, Αθήνα 2002

Berstein, Pierre Milza, Ιστορία της Ευρώπης, Διάσπαση και Ανοικοδόμηση της Ευρώπης 1919 έως σήμερα , τ Γ’, Παρίσι 1992.

Ξενόγλωσση

Adriacus, From Trieste to Valona, the Adriatic Problem and Italy’s Aspirations, Milano 1919

Dinardo S. Richard, “Glimpse of an old war order ? Reconsidering the Trieste Crisis of 1945, Diplomatic History, vol 21, 2001, σσ  265-381

Sewell Mike, “The Cold War”, Campridge 2008

Sluga Glenda, The Problem of Trieste and the Italo-Jugoslav Border, Difference, Identity and Sovereignty in Twentieth Century Europe, State University of New York Press Albany 2001

Sluga Glenda, “Trieste: Ethnicity and the Cold War 1945-54” Journal of Contemporary History, vol 29, Απρίλιος 1994


[1] Glenda Sluga, The problem of Tieste and the Italo-Jugoslav border, difference, identity and sovereignty in twentieth century Europe, State University of New York Press Albany 2001, σ. 53.

[2] Ο όρος αλλογενείς (allogeni) μετά το 1918 περιέγραφε τους πολίτες, μη ιταλικής καταγωγής, οι οποίοι όμως θα μπορούσαν  να αποκτήσουν ιταλική συνείδηση και να «ιταλοποιηθούν».

[3] Μετά την πτώση του φασιστικού κράτους, το 1943, οι Γερμανοί ανέλαβαν την κατοχή των περιοχών που ήλεγχε, προηγουμένως, ο ιταλικός στρατός, σε όλη την ανατολική Ευρώπη.

[4] Sluga, ό. π., σ. 146.

[5] Περισσότερα για την διπλωματική διάσταση του ζητήματος της Τεργέστης βλ Dinardo S. Richard «Glimpse of an old war order? Reconsidering the Trieste Crisis». Diplomatic History, Τεύχος 21, σσ 265-381

[6] Με το σύνταγμα της 31ης Ιανουαρίου 1946 η Γιουγκοσλαβία μετατράπηκε σε ομοσπονδία 6 σοσιαλιστικών δημοκρατιών: Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, Κροατίας, Σλοβενίας, Σκοπιών, Μαυροβουνίου και Σερβίας με τις αυτόνομες περιοχές του Κοσσόβου και της  Vojvodina.

[7] Sluga, ό. π., σ. 153.

[8] Serge Berstein, Pierre Milza, Ιστορία της Ευρώπης, Διάσπαση και Ανοικοδόμηση της Ευρώπης 1919 έως σήμερα,  τ Γ’, Παρίσι 1992, σ. 177.

[9] Sluga, ό. π., σσ. 133-141.

[10] Η συνθήκη του Rapallo υπογράφθηκε στην ομώνυμη πόλη, κοντά στην Γένοβα, στις 12 Νοεμβρίου 1920, μεταξύ του ιταλικού βασιλείου και του βασιλείου Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων. Με την συνθήκη αυτή, η Ιταλία κέρδισε την δυτική Cerniola, την Zara, τα νησιά  Lastovo και Palagruza, το Fiume, το οποίο προσάρτησε επίσημα το 1924 και τις πόλεις Idrija, Vipava και Pivka, αφήνοντας μεγάλο αριθμό Κροατών και Σλοβένων στην δικαιοδοσία της.

[11] Sluga, ό. π., σ. 145.

[12] Edvard Kardelj, Η Τεργέστη και οι Σχέσεις Γιουγκοσλαβίας-Ιταλίας, Αθήνα 1953, σ. 3.

[13] Αdriacus, From Trieste to Valona, the Adriatic Problem and Italy’s Aspirations, Milano 1919, σσ. 10-14.

Συντάκτης : Ν. Μαυρόπουλός, Μεταπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Ιστορίας& Αρχαιολογίας της Φιλ. Σχολής του Α.Π.Θ